- νηματόζωο(ν)
- το нитчатый червь, нитчатка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ερπηστής — ο (Α ἑρπηστής) [έρπω] νεοελλ. γένος σαρκοφάγων θηλαστικών τής οικογένειας τών βιβεριδών, μαγκούστα αρχ. 1. το ερπετό 2. «ἑρπηστής μῡς» το ποντίκι 3. νηματόζωο τής Μεδίνης 4. ως επίθ. αυτός που έρπει … Dictionary of Greek
κουνούπι — Κοινή ονομασία δίπτερων εντόμων της οικογένειας culicidae, της υπόταξης των νηματοκέρων. Τα κ. έχουν λεπτό σώμα, που ανάλογα με το είδος μπορεί να ποικίλλει σε μήκος από 3 έως 15 χιλιοστά, και το οποίο φέρει μακριά πόδια. Το μικρό κεφάλι τους… … Dictionary of Greek